συστεφανηφόρει

συστεφανηφόρει
συστεφανηφορέω
wear a crown with
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
συστεφανηφορέω
wear a crown with
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συστεφανηφορώ — έω, Α φορώ στέφανο ή στέμμα μαζί με άλλον («σύν μοι πῑνε, συνήβα, συνέρα, συστεφανηφόρει», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στεφανηφορῶ «φέρω στέφανο ή στέμμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”